παχύσχοινος

παχύσχοινος
-ον, Α
αυτός που αποτελείται ή είναι κατασκευασμένος από χοντρά σχοινιά («εἶδος δικτύου παχυσχοίνου», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + σχοῖνος (πρβλ. βαθύ-σχοινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”